- ευσύνοπτος
- -η, -ο (ΑΜ εὐσύνοπτος, -ον)αυτός που συνοράται εύκολα, τού οποίου φαίνονται καθαρά και το σύνολο και τα μέρη που τό αποτελούν («ἔχειν μὲν μέγεθος, τοῡτο δὲ εὐσύνοπτον εἶναι», Αριστοτ.) || (νεοελλ.-μσν.)1. συνοπτικός, συντομευμένος2. το ουδ. ως ουσ. το ευσύνοπτο(ν)η συντόμευση, η περιεκτικότητα σε μικρή έκτασηαρχ.1. εκείνος που εύκολα συλλαμβάνεται από τη διάνοια στο σύνολό του, εύληπτος, σαφής2. αυτός που αποκαλύπτεται εύκολα.επίρρ...ευσύνοπτα και ευσυνόπτως (ΑΜ εὐσυνόπτως)1. με τρόπο ευσύνοπτο, συνοπτικά2. με τρόπο ευκατάληπτο, με σαφήνεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σύν-οπτος].
Dictionary of Greek. 2013.